-
1 Τυνδαρίδας
Τυνδᾰρῐδας (-ίδας, -ιδᾶν, -ίδαις.) one of the Dioskouroi, whose chief shrine was at Therapnai. ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν ὁ Τυνδαρίδας (= Polydeukes, who is son of Zeus, v. 80) N. 10.73 Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (Kastor) 1. 1. 31. pl.1Τυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἑλένᾳ O. 3.1
κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν O. 3.39
λευκοπώλων Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες (the Spartans) P. 1.66Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38
ἐν Τυν]δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄλ[σος (supp. Lobel) Pae. 18.1 v. *fr. 140c*, P. 4.171—2.
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский